Έχεις αναρωτηθεί ποτέ, τι θα έκανες αν βρισκόσουν σε ένα δίλημμα; Τι θα έκανες αν η απόφαση που έπρεπε να πάρεις, θα έβλαπτε άλλους ανθρώπους, αλλά θα έσωζε εσένα; Έχεις αναρωτηθεί ποτέ, αυτοί οι άνθρωποι τι μπορεί να απέγιναν; Έχεις αναρωτηθεί ποτέ, αν αυτοί οι άνθρωποι είναι ο πατέρας, ο θείος, η γιαγιά ή η φίλη σου;
- Αντρέα πάμε στο θείο σήμερα;
- Σιγά μην ξαναπάω εγώ σε αυτόν το βλάκα. Στον αδερφό της μαμάς. Με τις αναχρονιστικές θεωρίες συνωμοσίας του και ότι άλλο ηλίθιο μπορεί να πιστεύει.
- Σε παρακαλώ αγόρι μου πάμε, γιατί έχω καιρό και θέλω να τους δω, και μετά θέλω να πάμε μαζί μια βόλτα.
-Καλά.
Ο θείος, ένας άνθρωπος όπως οι περισσότεροι στην ηλικία του, που νομίζει πως ότι διαβάζει στο ίντερνετ ισχύει. Ένας άνθρωπος που νομίζει ότι κατέχει κάποια βαθύτερη αλήθεια, κάποιο βαθύτερο νόημα στη ζωή, που τον κάνει να νιώθει χρήσιμος, απέναντι στους άλλους. Γιατί έχει ένα σκοπό. Να καταστρέψει, όποιον βρίσκεται στο δρόμο του. Να μισεί ότι κινείται.
Ο μόνος λόγος που συμφώνησα να πάω, ήταν γιατί ήξερα ότι αν δεν το έκανα, θα είχα συνέπειες στο υπόλοιπο της ημέρας. Τι γονείς είναι αυτοί άραγε; Δεν μπορώ να καταλάβω, πως είναι δυνατόν να μεγαλώνεις τα παιδιά σου, με τόση καταπίεση. Να τους αναγκάζεις να κάνουν, οτιδήποτε.
Πήγαμε στο σπίτι και μέσα σε γέλια σταυροφιλήματα και χαμόγελα, βρήκα μια γωνίτσα μακριά από όλους για να καθίσω. Κάπως έτσι, άρχισαν να μιλάνε για τους Εβραίους, για τους Γερμαναράδες και για όλα τα κακά της μοίρας μας, που έφεραν οι κομμουνιστές. Πόσο οξύμωρο; Να μισείς τα πάντα; Πράγματα αντίθετα μεταξύ τους. Πως γίνεται να μισείς τόσο πολύ; Πως γίνεται να θέλεις το κακό ανθρώπων που ούτε καν γνωρίζεις. Τους άκουγα για πολύ ώρα, προσπαθούσα να κρατηθώ και ήμουν έτοιμος να ξεσπάσω. Ο πατέρας μου το κατάλαβε και με φώναξε κοντά του, πριν προλάβω να πω κάτι.
Πήγα με όχι ιδιαίτερη προθυμία, αλλά είπαμε. Τότε συνέβη κάτι που μου άλλαξε τη ζωή. Μια απλή ερώτηση που έμελλε να γίνει ο οδηγός μου, για το υπόλοιπο της ζωής μου.
- Κίμωνα, θυμάσαι ακόμα τις εποχές που ήσουν παιδί;
- Φυσικά και θυμάμαι, δεν μπορείς ποτέ να ξεχάσεις. Μπορείς απλά να τα θάψεις όσο πιο βαθιά μπορείς και πάλι, έρχονται πολλές φορές στον ύπνο σου, να σε στοιχειώσουν.
Θυμάμαι, πως ήμουν μικρό παιδί, όταν πέθανε ο πατέρας μας στον πόλεμο, η μάνα μας αγράμματη, νοικοκυρά, δεν μπορούσε να μας μεγαλώσει. Η πρόνοια αποφάσισε να μας πάρει και να μας πάει, στο ορφανοτροφείο. Θυμάμαι τη μάνα μας, να έρχεται και να κάθεται μαζί μας, μαζί με εμένα, τον Άκη και τη Βάλια. Να μας τραγουδάει. Ακόμα θυμάμαι το τραγούδι της. Θυμάμαι εμένα να προσπαθώ να κρύψω τις πληγές μας, από το ξύλο και τις άθλιες συνθήκες. Τη βρόμα και το ξεραμένο αίμα που γέμιζαν το κορμί μας. Θυμάμαι τη Βάλια να προσπαθεί να μας βάλει κρυφά στις δικές τους τουαλέτες που μύριζαν λιγότερο, γιατί οι πληγές μας άρχισαν να μολύνονται και κανείς δεν νοιαζόταν.
Θυμάμαι που μεγαλώσαμε και πήραν τη Βάλια. Την πήγαν αλλού, γιατί ήταν κοπέλα πια. Δεν γινόταν να είμαστε, στον ίδιο χώρο. Γυναίκες και αγόρια, έτσι ήταν τότε. Η μάνα μας ερχόταν πιο σπάνια. Δεν μπορούσε να μας βλέπει πάντα και τους δύο, ήμασταν μακριά. Όταν τη βλέπαμε μας έλεγε τα νέα της Βάλιας. Κάπως έτσι πέρασαν δύο χρόνια, τότε ήρθαν οι κομμουνιστές.
Μας πήραν και μας πήγαν, στην Πολωνία. Σε ένα ορφανοτροφείο εκεί, που ούτε τη γλώσσα μιλούσαμε, ούτε οι τουαλέτες δεν έφταναν, καλά καλά για όλους. Εκεί γνώρισα τον Παύλο. Ένας γεροδεμένος, νέος στην ηλικία μου, αυτός έγινε ο διερμηνέας μας. Κάπως έτσι, ήρθαν τα νέα. Μου πήραν τον αδερφό μου. Τον πήγαν αλλού. Δεν γινόταν να ήμαστε μαζί, μας είπαν.
Μια μέρα, ένας ακόμα πιο γεροδεμένος με πλησίασε και μου είπε κάτι. Δεν κατάλαβα. Μου εξήγησε ο Παύλος, ότι αν θέλω να μην με χτυπάει αυτός και η παρέα του κάθε μέρα, θα έπρεπε να παίξω μπάλα μαζί του. Αν έχανα, θα τους έδινα το φαγητό της ημέρας. Ένα ξεροκόμματο και λίγο σαλάμι. Παίξαμε, ήμουν καλός. Αλλά από τον φόβο μου, έτρεμα. Έτσι έχασα. Του έδωσα το φαγητό μου και έφυγε. Την επόμενη μέρα, έπαιξα με έναν άλλο, που με έβαλε αυτός ο ξένος να παίξω. Τον κέρδισα, όπως κέρδισα και κάθε αγώνα, από εκεί και πέρα. Δεν είχα πολλά περιθώρια να χάσω κιόλας, έτσι σαν οδοντογλυφίδα που ήμουν.
Όταν ήρθε η ώρα να πάρω το φαγητό του, του έκανα νόημα ότι δεν θέλω. Ευτυχώς ο Παύλος μας είδε και μου εξήγησε πως, αν δεν το έπαιρνα θα έτρωγα ξύλο και εγώ και αυτός. Έτσι κανόνισα με το παιδί αυτό και του έδωσα πίσω το φαγητό του, όταν οι άλλοι δεν έβλεπαν. Έτσι έκανα, σε κάθε αγώνα από εκεί και πέρα.
Όχι ότι γλίτωσα το ξύλο, όπως και στην Ελλάδα, έτσι και εκεί, το ξύλο και τα βασανιστήρια ήταν καθημερινή ρουτίνα για τους υπαλλήλους του ορφανοτροφείου. Για να γίνουμε σωστοί άνθρωποι έλεγαν. Έτσι έπρεπε. Κάθε μέρα, μας χτυπούσαν με βέργες στο πρόσωπο και τα πλευρά, χωρίς απαραίτητα να υπάρχει λόγος.
Ώσπου μια μέρα, μας είπαν ότι τέλειωσε ο πόλεμος (σ.σ. εμφύλιος) και πως θα γυρνούσαμε πίσω. Προσπάθησα να μάθω αν θα γύριζε και ο αδερφός μου, αλλά δεν κατάφερα πολλά. Το μόνο που ήξερα ήταν πως, θα έβλεπα πάλι τη μάνα μου και τη Βάλια. Μόνο αυτό μου έφτανε για να χαμογελάσω, μετά από τόσα χρόνια. Ήμουν σίγουρος πως η παναγία, είχε κάνει το θαύμα της, άλλωστε ποιος είμαι εγώ, για να ορίζω τη ζωή μου. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, οι άλλοι τον όριζαν. Έτσι έπρεπε και εγώ κάπου να πιστέψω, για να μην τρελαθώ.
Από εκείνη την ημέρα όλα πήγαν καλύτερα, εγώ ενηλικιώθηκα, βρήκα δουλειά, σπίτι, γνώρισα τη Τερέζα. Πήγαινα στα αδέρφια μου, τους πήγαινα φαγητό και χρήματα, για να μπορούν να ξεφεύγουν από όλους τους γεροδεμένους, γιατί μην νομίζεις ότι στην Ελλάδα δεν είχαμε τέτοιους, είχαμε και μάλιστα πολλές φορές χειρότερους.
Μετά από καιρό έμαθα πως η Βάλια, έδινε τα μισά της χρήματα σε μια εβραιοπούλα, μια καλή κοπέλα. Είχε χάσει τους γονείς της. Ευτυχώς, δεν ξέρω πως αυτή γλίτωσε. Μαζί βγήκαν από το ορφανοτροφείο. Δεν είναι όλοι οι Εβραίοι το ίδιο. Όποιος άνθρωπος και αν είναι σε ανάγκη, θα τον βοηθούσαμε και εγώ, και τα αδέρφια μου. Γιατί έτσι μεγαλώσαμε εμείς. Έτσι μάθαμε, να φοβόμαστε όποιον θέλει να εξουσιάζει και να δίνουμε την ψυχή μας, σε όποιον έχει ανάγκη.
- Η νονά Μαρίζα. Είπε ο πατέρας μου και γύρισε να με κοιτάξει.
Με είδε να έχω δακρύσει, να μην μπορώ να συγκρατήσω τα δάκρυα στα μάτια μου. Έσκυψε να μου δώσει ένα χαρτομάντιλο. Έφυγα, βγήκα στην αυλή. Αφού ηρέμησα γύρισα πίσω και πήρα μια αγκαλιά τον θείο μου. Μια αγκαλιά για να καλύψει όλη μου τη ντροπή, για όσα είχα ποτέ σκεφτεί, για αυτόν.
Τελικά δεν μου είπες; Έχεις αναρωτηθεί ποτέ τι έγιναν, όλοι αυτοί οι άνθρωποι που κάποιοι άλλοι, αποφάσισαν να τους καταστρέψουν τη ζωή; Πόσο σίγουρος είσαι ότι τελικά εσύ, είσαι ανώτερος τους και δικαιούσαι να τους κρίνεις;
Αλλά ακόμα περισσότερο, έχεις αναρωτηθεί ποτέ, τι πέρασαν και τι περνούν οι άλλοι; Αυτοί που κάποιοι τους ανάγκασαν να βασανίσουν κόσμο; Αυτοί που σήμερα με ευκολία μισείς γιατί σκοτώσαν τον παππού σου; Έχεις αναρωτηθεί ποτέ, πως έφτασαν σε αυτό το σημείο; Είσαι σίγουρος ότι εσύ είσαι καλύτερος τους;
--------------
Η ιστορία αυτή είναι βασισμένη, σε αληθινά γεγονότα, της εποχής του εμφυλίου και την αφιερώνω, στον θείο Αλέκο που ήταν η έμπνευση μου. Έναν άνθρωπο που έχει μόνο αγάπη να δώσει πάντα, με τον δικό του μοναδικό τρόπο, αλλά και στην οικογένεια του, που με δέχτηκε από την πρώτη στιγμή, σαν να ήμουν δικό τους παιδί. Τα πρόσωπα και οι καταστάσεις, έχουν φυσικά εμπλουτιστεί με μυθιστορηματικά στοιχεία.