Και έρχεται μια μέρα που νόημα δεν βγάζει.
Όλη σου τη ζωή σε τρώει και σε δικάζει
,μια δύναμη που όμοια της δεν υπάρχει
και τίποτε επάνω της δεν άγεται ή άρχει.
Στις ομίχλες που ψέγουν το κορμί σου,
πεισματικά αρνείσαι τη ψυχή σου.
Γραπώνεσαι, τραβιέσαι απ' τα μαλιά.
Κάτι παράξενο σου τρώει τη μιλιά.
Στέκεσαι νωχελικά στις πύλες της φωνής σου
και το βασίλειο ζητάς να δεις του παραδείσου.
Σαν έφεξε και σου 'φερε να δεις μιαν άσπρη μέρα
μαύρη μια πέτρα του πετάς και του κουνάς αέρα.
Είσαι μια ανάμνηση και εσύ του εαυτού σου
και εξαφανίζεσαι αργά στις όχθες του φιλιού σου.
Πότε σου μην αναστηθείς, ποτέ να μην γυρίσεις
και του θανάτου σου καρτέρι να μην στήσεις.