- Μαμάαααα, είσαι εδώ;
Που πήγανε πάλι.... Είναι και μεγάλοι πια. Όλα στο νου μου πρέπει να τα έχω. Θα περιμένω μερικά λεπτά και μετά, θα πάρω τηλέφωνα. Μην νομίζουν ότι γίνομαι πιεστικός. Όρεξη έχω... Βλέπεις έχω μεγαλώσει με ανοιχτόμυαλους γονείς. Ή απλά έτσι θέλουν να πιστεύουν. Στη τελική, ανοιχτόμυαλος είσαι πάντα μέχρι, να έρθει η επόμενη γενιά και να καταλάβεις πόσο πίσω έχεις μείνει. Ακόμα και αν δεν θέλεις να το παραδεχθείς.
Ειδικά αν σκεφτείς πως οι δικοί μου γνωρίστηκαν στο στρατό. Αγαπάνε πολύ την Ελλάδα, θα έδιναν τα πάντα για αυτή. Ακόμα και τη ζωή τους. Κάπως έτσι μεγάλωσα και εγώ και δεν το μετάνιωσα. Έχω εκπληκτικούς γονείς.
Με αυτές τις σκέψεις στο μυαλό, το μάτι πέφτει σε ένα άλμπουμ. Είναι από αυτά τα παλιά βιβλιαράκια με τις ζελατίνες που βόλευαν οι παλιοί τις φωτογραφίες τους. Τότε δεν υπήρχαν σύννεφα ηλεκτρονικά. Το πιάνω και αρχίζω να το ξεφυλλίζω.
Η πρώτη εικόνα που αντικρίζω είναι από τη βάφτιση μου, οι γονείς μου ευτυχισμένοι, εγώ πάλι όχι τόσο. Αλλά τι να κάνεις, αυτά έχουν τα έθιμα και είναι καλό να τα κρατάμε, μας μαθαίνουν πράγματα και μας δίνουν αξίες. Ο Παπά - Νίκος που με βάφτισε υπέροχος άνθρωπος, τουλάχιστον έτσι λένε οι γονείς μου. Στο σπίτι μου πάντα θα έβρισκες μια εικόνα του αγίου Νικολάου, η μαμά μου πιστεύει πολύ. Εντάξει δεν πάει κάθε Κυριακή στην εκκλησία, αλλά δεν θα περάσει βδομάδα να μην επισκεφτεί το μοναστήρι πάνω στο βουνό.
Η επόμενη φωτογραφία είναι ακριβώς αυτή, μια από το το μοναστήρι, αγκαλιά με τους γονείς μου. Αυτές οι μοναχές μας βοήθησαν πολύ. Μας έμαθαν πως ο Θεός αγαπάει όλα τα παιδιά του. Πως δεν κάνει διακρίσεις. Αυτά είναι ανθρώπινα κατασκευάσματα. Μας έμαθαν να κάνουμε υπομονή. Υπομονή που θα τη χρειαζόμασταν σύντομα.
Γυρίζω σελίδα και βλέπω το πρώτο μου σχολείο. Το δημοτικό, εκεί που όλα ξεκίνησαν. Θυμάμαι γέλια, παιχνίδια με τα παιδιά, κουβέντες, έρωτες. η Αννούλα ο πρώτος μου έρωτας. Πλατωνικός αλλά δεν έχει και καμία σημασία.
Όλα αυτά μέχρι που στο σχολείο μας ήρθε ο Αντώνης. Ένα παιδί με γονείς στρατιωτικούς. Ένα παιδί που μέχρι τα επτά του χρόνια έχει αλλάξει τέσσερεις τόπους διαμονής. Τη δεύτερη μέρα που ήρθε στο σχολείο μου έριξε μια καρπαζιά φωνάζοντας.
- Οι γονείς σου είναι ανώμαλοιιιιιιιι
Εγώ μέχρι τότε δεν ήξερα τι είναι αυτό. Δεν είχα ιδέα. Για αυτό ρώτησα τις μαμάδες μου. Μου εξήγησαν πως κάποιοι άνθρωποι δεν κοιτάνε αν κάποιος είναι καλός ή κακός. Τους ενδιαφέρει μόνο να ακολουθούν κάποιους κανόνες, δικούς τους κανόνες. Είναι λογικό μου είπαν, γιατί φοβούνται. Ο άνθρωπος από τότε που υπάρχει δημιουργεί συνήθειες γιατί πιστεύει πως τον βοηθάνε να επιβιώσει.
- Φαντάσου, ένας άνθρωπος των σπηλαίων να χτυπάει το πόδι του σε μια πέτρα, καθώς τον κυνηγάει μια τίγρης και να γλιτώνει γιατί η τίγρης πέφτει στο γκρεμό μπροστά. Από εκείνη την ημέρα αυτός ο άνθρωπος θα μάθει και στα παιδία του πως για να γλιτώσουν από τη τίγρη θα πρέπει να βαράνε τη συγκεκριμένη πέτρα και ας έχουν σπάσει τα πόδια τους. Έτσι νιώθουν ασφαλής. Να τον πλησιάσεις αγόρι μου, να του μιλήσεις, είμαι σίγουρη πως δεν είναι κακό παιδί.
Κάπως έτσι την επόμενη μέρα στο σχολείο, τον πλησίασα του μίλησα, του ζήτησα να έρθει σπίτι να γνωρίσει τους γονείς μου. Το κανονίσαμε, κρυφά από τους δικούς του και ήρθε. Περάσαμε τόσο όμορφα. Στο τέλος φεύγοντας μου ζήτησε συγνώμη. Του είπα να μιλήσει στους γονείς του για την εμπειρία του.
Την επόμενη μέρα δεν ήρθε στο σχολείο. Μάλλον θα είχε κάποια δουλειά. Πέρασε η μέρα όσο ευχάριστα περνούσε και τα προηγούμενα χρόνια. Αλλά εγώ ήθελα να τον δω. Νομίζω θα μπορούσαμε να είμασταν φίλοι. Βλέπουμε τα ίδια παιδικά. Μας αρέσει το ποδόσφαιρο και το καράτε. Το μεσημέρι τον βλέπω στην είσοδο. Τρέχω να του μιλήσω, κάτι έχει στο πρόσωπό του. Μελανιές είναι αυτές; Δεν μπορώ να καταλάβω. Ανησυχώ και τρέχω ακόμα πιο γρήγορα.
ΜΠΑΜ!!!!!
Πέφτω κάτω. Κάτι καίει στο στήθος μου. Δεν είμαι καλά.
- Μαμάααααααααα
Βλέπω τη μάνα μου να πηγαίνει να του παίρνει το όπλο από τα χέρια και να τους φωνάζει. Η μαμά μου από την άλλη, έρχεται κοντά μου. Με σηκώνει στα χέρια. Λιποθυμώ.
Πέρασαν οι μήνες, τελικά τα κατάφερα ανάρωσα αλλά έχουμε μια τελευταία εκρεμότητα. Το δικαστήριο. Μπαίνω στην αίθουσα, αδύναμος ακόμα, αλλά μια χαρά στην υγεία μου. Ο δικαστής με ρωτάει τι έγινε.
- Συγνώμη κύριε δικαστά αλλά θα μου επιστρέψετε να σας πάω λίγο πιο πίσω. Έχουμε πάρει μια απόφαση με τους γονείς μου και θέλω να μοιραστώ κάτι μαζί σας που θα φανεί πιο χρήσιμο στο κλείσιμο της υπόθεσης. Ο Αντώνης δεν είναι κακό παιδί. Μάλιστα όταν ήρθε στο σχολείο, ήρθε σπίτι μου και παίξαμε όλη μέρα. Δεν έδειξε κανένα σημάδι βίας, κανένα σημάδι μίσους. Τα μόνα σημάδια μίσους που είδα, ήταν στο κορμί του και τα είχαν προξενήσει αυτοί οι άνθρωποι που θέλουν να λέγονται γονείς. Σας ζητώ λοιπόν να διατάξετε ψυχολογική εξέταση σε αυτούς τους ανθρώπους και αν αποδειχθεί ότι δεν είναι καλά, θέλουμε να υιοθετήσουμε τον Αντώνη. Νομίζουμε πως αυτό θα κάνει καλό και στον ίδιο. Ξέρω πως η ελληνική νομοθεσία δεν το επιτρέπει ακόμα, αλλά εγώ θέλω να σας ζητήσω να κάνετε ότι περνάει από το χέρι σας.
Ακούω γέλια στο διάδρομο, κάποιος έρχεται. Ξεχάστηκα τόσο με το άλμπουμ... Κλειδιά στη πόρτα. Η πόρτα ανοίγει.
- Άντε ρε Αντώνη, επιτέλους. Γειά σου Κλειώ.
- Γειά σου Γιώργο.
- Τι θες ρε αδερφέ, ποπο πολύ ανυπόμονος είσαι.
- Τι να θέλω ρε αντώνη, να πάρεις τη γυναίκα σου και να πάμε να βρούμε τους γονείς μας θέλω. Έχουν εξαφανιστεί από το πρωί. Τους ψάχνω.
- Ξέχασες πως παντρεύεσαι αύριο ρε; Στο κωμωτήριο είναι. Με πήραν εμένα το πρωί και μου το είπαν. Αλλά ξέχασαν να ενημερώσουν τον υπερβολικό της οικογένειας.
Το είχα ξεχάσει τελείως. Τρέχαμε με την Αρετή πολύ αυτές τις μέρες για να τα κανονίσουμε όλα και το ξέχασα πως είναι αύριο η μέρα. Το έχω χάσει τελείως. Πάω στην Αρετούλα μου, να δω μήπως χρειάζεται κάτι αρκετά κάθισα.