- Ρε γιαγιά τι μουρμουράς πάλι;
- Άσε με παιδάκι μου, πάλι τα ίδια θα λέμε; Τα λουλούδια μου μεγαλώνουν με αγάπη και τραγούδι. Αφού ποτίζω το βασιλικό, δεν βλέπεις;
Τι να πω, αυτοί οι μεγάλοι είναι τόσο πίσω, πως μπορείς να τους καταλάβεις; Αλλά και πως να τους κατηγορήσεις, τόσα ξέρουν τόσα κάνουν. Η γιαγιά μου άλλωστε δεν είχε την ευκαιρία να πάει ποτέ σχολείο.
"Τιιιιιιννννν"
Τι τιν και τιν και εσύ πάλι. Ποιος με θυμήθηκε το κινητό μου μέσα...
"Ela re, pwte tha pame gia kofee"
"Den ksero exo doyleia re, tha stlw"
"ok"
Η αλήθεια είναι πως απλά δεν είχα όρεξη σήμερα, ήθελα να καθίσω με τη γιαγιά μου να κάνω το μικρό παιδί, όχι ότι μεγάλωσα ξαφνικά ή κάτι τέτοιο, δεν με λες και γέρο στα 16... Να απλά είναι μερικές μέρες που μου λείπει, είναι και μεγάλη πια. Την άλλη εβδομάδα πατάει τα 90. Δεν της το λέμε βέβαια γιατί νευριάζει. Πρώτη φορά στη ζωή μου βλέπω ένα τόσο ζωντανό άνθρωπο.
Πραγματικά, όλη μέρα κάτι θα βρει να κάνει, η μόνη ώρα που ησυχάζει είναι το απόγευμα, αφού τελειώσει με τα λουλούδια της, φτιάχνει ένα ελληνικό καφέ, που ήρθε πάλι στη μόδα, θα κάτσει στο καναπέ, αυτό τον παλιό καναπέ με τα παράξενα σχέδια σαν λουλούδια και το σχεδόν ανύπαρκτο μαξιλάρι. Αυτόν τον καναπέ που είναι τόσο σκληρός, που και στις τάβλες να καθόσουν δεν θα είχε και καμία διαφορά. Αυτόν που είχε ποτίσει αυτή τη γιαγιαδίστικη μυρωδιά, όχι άσχημη αλλά ιδιαίτερη. Αυτό που όταν το μυρίζεις λες "μυρίζει γιαγιά". Καθόταν εκεί, κάθε απόγευμα, πίνοντας μια γουλιά στο τέταρτο και βλέποντας το "έργο". Όπου έργο κάποια τυχαία σειρά στη τηλεόραση που της κρατούσε παρέα. Ανάθεμα και αν παρακολουθούσε όντως κάτι. Απλά το είχε εκεί να της κρατάει παρέα. Ακόμα και αν είχε παρέα. Κάπως έτσι και σήμερα.
- Έλα Μυρσίνη μου, κάτσε να δούμε το έργο, να σου φτιάξω καφεδάκι;
- Ναι γιαγιά μου.
Μου αρέσει πολύ να ακούω ιστορίες από τη ζωή της, από μικρό παιδί μου μιλούσε για τα παιδικά της χρόνια, ακόμα δεν μπορώ να καταλάβω πως τα θυμάται. Μου έλεγε για το σχολείο που αγαπούσε πολύ, για τη δουλειά που έπιασε από μικρό παιδί, στο μύλο. Για τον πόλεμο μετά, αλλά αυτό που την στενοχωρούσε πολύ ήταν ο εμφύλιος. Εκεί που έχασε τον μεγάλο της αδερφό. Που ήταν αδερφός και γονιός μαζί.
Πάντα στενοχωριόμουν με αυτή την ιστορία. Τον θαύμαζα και εγώ με τις περιγραφές της, μου μιλούσε για αυτόν λες και ήταν κάποιος θεός. Κάποιος τόσο υπέροχος άνθρωπος που, αν υπάρχει παράδεισος σίγουρα θα είναι εκεί. Παρ όλη την αγάπη της για αυτόν, αυτό που έκλεινε πάντα την ιστορία της με ένα δάκρυ ήταν η "διαπίστωση".
- Κακό πράγμα ο πόλεμος παιδί μου, δεν υπάρχουν πλευρές, δεν υπάρχουν νικητές και ηττημένοι. Μόνο νεκροί και ζωντανοί. Τίποτα άλλο.
Μιλούσε ώρες ολόκληρες για τον παππού που χάσαμε όταν ήμουν ακόμα στο δημοτικό. Δεν θυμάμαι πάρα πολλά για αυτόν. Μόνο λίγες στιγμές και ότι με αγαπούσε πολύ. Ίσως λίγο περισσότερο από ότι αγαπούσε τη μαμά μου. Δεν ξέρω, ίσως να είναι και ιδέα μου. Η γιαγιά μου όμως πάντα με επιβεβαίωνε.
Όλα πήγαιναν καλά. Όπως πάντα μέχρι που άρχισε να μου λέει για τη θρησκεία μας, για το πόσο κράτησε τον κόσμο ο καλός Θεούλης. Τι το ήθελε; Αρχίζουν και μου γυρνάνε τα λαμπάκια. Δεν αντέχω άλλο. Της φωνάζω να σταματήσει επιτέλους με τις αναχρονιστικές βλακείες. Αυτή να επιμένει, να μου εξηγήσει.
- Άσχετα με το τι πιστεύεις κοριτσάκι μου, η εκκλησία έσωσε πολύ κόσμο από τη πείνα μην το ξεχνάς αυτό. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο καλό μας είχε κάνει. Από εκτίμηση και μόνο θα πρέπει να προσέχουμε την ενορία μας. Ακόμα βοηθάει. Όποιον έχει ανάγκη. Χωρίς διακρίσεις, χωρίς όρια. Δεν είναι όλοι οι άνθρωποι δυνατοί για να πιστεύουν μόνο στον εαυτό τους. Χρειάζονται κάτι πιο μεγάλο. Κάτι πιο δυνατό από αυτούς. Ακόμα και αν δεν υπάρχει. Ο Θεός δεν θα σε υποχρεώσει ποτέ να πιστεύεις σε αυτόν αλλά πάντα θα είναι εκεί για εσένα.
- Άσε μας ρε γιαγιά με τις βλακείες.
Σηκώνομαι και φεύγω χτυπόντας τη πόρτα πίσω μου. Πήγα στο σπίτι εκείνη τη μέρα μέσα στα νεύρα. Όχι από κακία ή κάτι τέτοιο, αλλά γιατί ένιωθα απογοήτευση από την παλιότερη γενιά. Δεν μπορούσα να ανεχτώ πως μετά από τόσα χρόνια ακόμα δεν θέλουν να επιστρέψουν στην πραγματικότητα. Πως αρκούνται να ζουν με παραμύθια.
- Μυρσίνη σήκω παιδί μου από αυτό το μαραφέτι επιτέλους.
- Τώρα ρε μάνα, έρχομαι
- Άντε και θέλω να σου μιλήσω.
Το "μαραφέτι" ήταν ο υπολογιστής μου, η μισή μου ζωή. Η άλλη μισή ήταν η οικογένεια και οι φίλοι. Σηκώθηκα, πήγα στο σαλόνι. Η μάνα μου ήταν σε κακό χάλι. Έκλαιγε. Πλησίασα και την αγκάλιασα. Τη ρώτησα τι συνέβη, γιατί κλαίει αλλά δεν μπορούσε να μου πει. Πνιγόταν. Νόμιζα πως κάτι έκανα και την στενοχώρησα πάλι. Σηκώθηκα γρήγορα και της έφερα ένα ποτήρι νερό. Δεν ήξερα τι άλλο να κάνω. Δεν την είχα ξαναδεί τόσο χάλια.
- Η γιαγιά Μυρσίνη μου, η γιαγιά.
Δεν ήθελα να έχω καταλάβει. Δεν ήθελα να το δεχτώ, αλλά δεν μπορούσε να είναι κάτι άλλο. Αν δεν ήταν αυτό που σκεφτόμουν απλά θα ήταν ανήσυχη, όχι σε κακό χάλι. Την αγκάλιασα, όχι για να τη καθησυχάσω αλλά για να μην με δει να δακρύζω. Δεν ήθελα να τη φορτώσω κι άλλο. Ήταν σίγουρα η πιο δύσκολη στιγμή της ζωής της. Πως είναι άραγε να χάνεις τη μητέρα σου, δεν θέλω να μάθω ποτέ. Ούτε να το φανταστώ δεν μπορώ.
Αργά το βράδυ πήγαμε από το σπίτι, είχε φροντίσει για όλα ο θείος Γιάννης. Είχε ήδη μαζευτεί κόσμος απ' έξω και μέσα δεν χωρούσες να στρίψεις. Μπαίνοντας μέσα με την άκρη του ματιού μου, την είδα. Ήσυχη, λίγο πιο χλωμή από ότι συνήθως. Δεν μπορούσα να πλησιάσω, ένιωθα τα πόδια μου να κόβονται, τα γόνατα μου δεν με κρατούσαν. Απλά έκατσα στο πάτωμα και ξέσπασα σε λυγμούς. Μουρμούριζα, "Εγώ τη σκότωσα, εγώ φταίω. Αν δεν της φώναζα. Εγώ φταίω..."
Είχε πολύ φασαρία ευτυχώς, δεν με άκουσε κανείς. Κάποια στιγμή ένιωσα το χέρι του θείου. Με βοήθησε να σηκωθώ και μου πρότεινε να πάω σπίτι. Μου είπε πως αυτό δεν είναι περιβάλλον για μικρά παιδιά. Τον κοίταξα στα μάτια, με το πιο άδειο βλέμμα που μπορεί ποτέ να κοιτάξει άνθρωπος και του είπα πως έχω ανάγκη να μείνω. Με άφησε και πήγε να μιλήσει με τη μαμά. Εγώ όλο το βράδυ έμεινα εκεί, να κοιτάω από απόσταση. Δεν μπορούσα να πλησιάσω.
Πέρασαν οι μέρες, αφού τελειώσαμε με τις τελετές και τα τυπικά. Αποφασίσαμε με τη μαμά, να πάμε να καθαρίσουμε το σπίτι, είχε πράγματα μέσα, κάποιος έπρεπε να το κάνει. Ήταν η πρώτη φορά που έμπαινα στο σπίτι χωρίς να είναι εκείνη μέσα. Μόλις μπήκα, μια μυρωδιά ήταν το πρώτο που ένιωσα. Μύριζε "γιαγιά". Την ένιωθα, ήταν ακόμα εκεί. Ήμουν σίγουρη. Ήταν κάπου εκεί και μας κοιτούσε. Χωρίς να μας κρίνει, χωρίς να προσπαθεί να μας πείσει για κάτι. Απλά καθόταν εκεί και ήταν περήφανη για εμάς. Ταπεινή και όμορφη όπως πάντα. Την ένιωθα.
Ξαφνικά, ένιωσα μια ακαταμάχητη επιθυμία Δεν ξέρω γιατί και πως, δεν είναι ότι κάτι άλλαξε στο μυαλό μου. Κάτι άλλο είχε αλλάξει. Κάποιοι ίσως το λένε ωριμότητα. Άλλοι το λένε ολοκλήρωση. Εγώ πάλι το λέω τιμή και χρέος μαζί.
- Μαμά τη Κυριακή θέλω να μου έχεις έτοιμα τα καλά μου. Θέλω να πάω εκκλησία.
- Δεν χρειάζεται παιδάκι μου. Ηρέμησε, απλά είσαι φορτισμένη από τον χώρο τώρα.
- Σε παρακαλώ, είπα έχοντας το πιο ήρεμο βλέμμα που έχει υπάρξει ποτέ στο πρόσωπο μου.
Από εκείνη τη Κυριακή πέρασαν χρόνια. Πήγα στη σχολή, έκανα νέες παρέες. Γνώρισα καινούριους κόσμους, αλλά δεν υπήρξε Κυριακή που να μην βρεθώ στη κοντινότερη εκκλησία. Ακόμα και αν οι φίλοι μου με κορόιδευαν, ακόμα και αν θα με κορόιδευε ο ίδιος μου ο εαυτός. Ήταν ο μόνος τρόπος να βρισκόμαστε. Εγώ και αυτή. Μόνες μας, όπως τότε. Με ένα καφεδάκι στο πιο σκληρό καναπέ του κόσμου. Να βλέπουμε το έργο. Αφού πρώτα είχα φροντίσει το βασιλικό στην αυλή μου.
- Τινάζω το βασιλικό, να σταματήσω το κακό....
- Ρε γιαγιά τι μουρμουράς πάλι; Που το θυμάσαι αυτό το χαζό τραγούδι, έχει περάσει ένας αιώνας πια...
- Άσε με παιδάκι μου, Πάλι τα ίδια θα λέμε;
Το τραγουδούσε η γιαγιά μου.
------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Αυτό το κείμενο είναι αφιερωμένο στον καλύτερο άνθρωπο που έχει πατήσει στη γη.
Τη γιαγιά μου την Αγγελική που δεν είναι πια ανάμεσα μας εδώ και κάποια χρόνια.
Η ιστορία βασίζεται σε αληθινά γεγονότα.