- Φύγε, φύγε ρε σου λέω. Είναι πρωί ακόμα
Μα ποτέ να μην με ακούει αυτό το σκυλί. Δεν είναι κατάσταση αυτή. Κάθε πρωί η ίδια ιστορία. Κάθε πρωί πριν προλάβω να ανοίξω τα μάτια, έρχεται και με γλύφει καθώς ρίχνει όλο της το βάρος στο στήθος μου και δεν μπορώ να πάρω ανάσα. Αλλά τι να κάνεις, σκύλος είναι, δεν καταλαβαίνει. Έτσι και αλλιώς πρέπει να σηκωθώ. Σήμερα είναι μια ιδιαίτερη μέρα. Μια μέρα που δεν θα αρέσει καθόλου στη Μπουμπού. Ναι, καλά κατάλαβες, Μπουμπού είναι το όνομα του σκύλου. Ένα όμορφο όνομα για ένα ζώο με ιδιαίτερη ιστορία.
Την είχα βρει αιμόφυρτη να προσπαθεί να πιει νερό στο δρόμο. Αλλά πονούσε τόσο πολύ που δεν τα κατάφερνε. Ήταν γεμάτη πληγές, πληγές με πύον και αίμα. Παράξενες πληγές, δεν πρέπει να ήταν από ζώο. Δεν φαινόταν να της άρεσε να τσακώνεται και σίγουρα ήταν εκπαιδευμένη. Δεν με άφηνε να τη πλησιάσω, αλλά δεν έφευγε κιόλας. Έτσι κάθισα εκεί και την κοιτούσα για λίγο. Όταν σηκώθηκα για να φύγω, με ακολούθησε και εγώ έκανα πως δεν τη βλέπω. Πήγαμε μέχρι το σπίτι μου, ανέβηκα πάνω και της κατέβασα μερικά κρακεράκια με μια κονσέρβα από αυτό το συνονθύλευμα λίπους και τριτοτέτρτης ποιότητας αλαντικού, που ήταν διάσημο στον πόλεμο. Δεν ξέρω πως βρέθηκε αυτή η κονσέρβα σπίτι μου, σίγουρα όμως ξέρω πως ήταν το βασικό συστατικό, κάθε μαγειρικής απόπειρας του πατέρα μου στο παρελθόν. Κάτι μου λέει, πως είτε αυτός ήταν και ο υπεύθυνος της ύπαρξης της στο σπίτι μου, είτε απλά σε μια στιγμή νοσταλγίας, αποφάσισα να κάνω αυτή την αγορά. Δεν θυμάμαι καθόλου.
Παρόλες τις πληγές της, άδειασε το περιεχόμενο της κονσέρβας σε μόλις λίγα δευτερόλεπτα και ήμουν σίγουρος πως, θα έτρωγε κι άλλο αν της έδινα. Αφού ήπιε νερό, ξάπλωσε στο πεζοδρόμιο. Την φώναξα αρκετές φορές κάνοντας της νόημα να μπει μέσα, αλλά δεν έδειχνε διάθεση να κουνηθεί και έτσι, άφησα την πόρτα της εισόδου ανοιχτή και ανέβηκα στο διαμέρισμα μου. Το πρωί που ξύπνησα την είδα να κοιμάται, μέσα στην είσοδο της πολυκατοικίας και μπορώ να πω πως χάρηκα λιγάκι. Εκείνο το πρωί πήγαμε μαζί για τρέξιμο και το απόγευμα, επισκεφτήκαμε έναν κτηνίατρο που την παρακολούθησε μέχρι που έγινε τελείως καλά. Από τότε και μετά είμαστε αχώριστες. Πηγαίνουμε μαζί παντού. Φυσικά βοηθάει πολύ το γεγονός ότι είμαι συγγραφέας και αρθρογράφος, οπότε συνήθως βρίσκομαι στο σπίτι ή στο δρόμο. Έχω την τύχη να μην είμαι συνέχεια πίσω από ένα γραφείο, που κάποιος άλλος με αναγκάζει να δουλεύω μέχρι να πεθάνω. Ή απλά να τελειώσω το ωράριο μου. Ότι από τα δύο συμβεί πρώτο.
Μια από αυτές τις ημέρες θα είναι και η σημερινή. Αφού κάνουμε μια επίσκεψη στον κτηνίατρο για το εμβόλιο της που, ίσως είναι το μόνο πράγμα στον κόσμο που, μπορεί να της χαλάσει τη διάθεση. Μόλις τελειώσαμε με τις δικές της υποχρεώσεις, πήγαμε να τελειώσουμε με τις δικές μου. Πληρωμή λογαριασμών και άλλα βαρετά. Βγαίνοντας από το ταχυδρομείο, βλέπω δύο νεαρούς να φωνάζουν φανερά νευριασμένοι και να κοιτάνε προς το μέρος μου. Φοβάμαι πως κάποιος κίνδυνος υπάρχει και χωρίς να το καταλάβω, γυρίζω να δω ποιός είναι πίσω μου. Κάπου εκεί το ένιωσα. Παγωμένο, κρύο μέτταλο, να περνάει το δέρμα μου και η άκρη της λεπίδας, να καίει τα σωθικά μου. Δεν περίμενα πως η αίσθηση ενός μαχαιριού θα ήταν τόσο παράξενη. Μέσα στη ζαλάδα μου, ακούω τη μπουμπού, γυρίζω και τη βλέπω να έχει αρπάξει, το πόδι του ενός και να τον τραβάει μέχρι να πέσει, όταν τα καταφέρνει έρχεται προς το μέρος μου.
- Φύγε Μπουμπού, φύγε.
Δεν με ακούει, πιάνει το χέρι αυτού που με μαχαίρωσε και το κουνάει με μανία μέχρι που ένα κομμάτι δέρμα, με μύες και πολύ αίμα, μένει στο στόμα της. Ο άλλος σηκώνεται, την χτυπάει με μανία, πιάνει το μαχαίρι που έχει πέσει στο πεζοδρόμιο. Είμαστε μέσα στα αίματα. Ξέρω πως κανείς δεν προλαβαίνει να μας σώσει, πια. Είναι πολύ αργά. Το μόνο που καταφέρνω να ξεχωρίσω είναι, τις τελευταίες λέξεις που λέει ο ένας από τους δύο καθώς απομακρύνονται τρέχοντας.
- Γαμημένο κωλόσκυλο, τη γλίτωσες την προηγούμενη φορά. Αλλά όχι τώρα. Όποιος υποστηρίζει τους κωλολαθραίους αυτά παθαίνει.
Μια από αυτές τις ημέρες θα είναι και η σημερινή. Αφού κάνουμε μια επίσκεψη στον κτηνίατρο για το εμβόλιο της που, ίσως είναι το μόνο πράγμα στον κόσμο που, μπορεί να της χαλάσει τη διάθεση. Μόλις τελειώσαμε με τις δικές της υποχρεώσεις, πήγαμε να τελειώσουμε με τις δικές μου. Πληρωμή λογαριασμών και άλλα βαρετά. Βγαίνοντας από το ταχυδρομείο, βλέπω δύο νεαρούς να φωνάζουν φανερά νευριασμένοι και να κοιτάνε προς το μέρος μου. Φοβάμαι πως κάποιος κίνδυνος υπάρχει και χωρίς να το καταλάβω, γυρίζω να δω ποιός είναι πίσω μου. Κάπου εκεί το ένιωσα. Παγωμένο, κρύο μέτταλο, να περνάει το δέρμα μου και η άκρη της λεπίδας, να καίει τα σωθικά μου. Δεν περίμενα πως η αίσθηση ενός μαχαιριού θα ήταν τόσο παράξενη. Μέσα στη ζαλάδα μου, ακούω τη μπουμπού, γυρίζω και τη βλέπω να έχει αρπάξει, το πόδι του ενός και να τον τραβάει μέχρι να πέσει, όταν τα καταφέρνει έρχεται προς το μέρος μου.
- Φύγε Μπουμπού, φύγε.
Δεν με ακούει, πιάνει το χέρι αυτού που με μαχαίρωσε και το κουνάει με μανία μέχρι που ένα κομμάτι δέρμα, με μύες και πολύ αίμα, μένει στο στόμα της. Ο άλλος σηκώνεται, την χτυπάει με μανία, πιάνει το μαχαίρι που έχει πέσει στο πεζοδρόμιο. Είμαστε μέσα στα αίματα. Ξέρω πως κανείς δεν προλαβαίνει να μας σώσει, πια. Είναι πολύ αργά. Το μόνο που καταφέρνω να ξεχωρίσω είναι, τις τελευταίες λέξεις που λέει ο ένας από τους δύο καθώς απομακρύνονται τρέχοντας.
- Γαμημένο κωλόσκυλο, τη γλίτωσες την προηγούμενη φορά. Αλλά όχι τώρα. Όποιος υποστηρίζει τους κωλολαθραίους αυτά παθαίνει.