Πολλές φορές παρατηρώ μια σύγχυση, στην οποία συνήθως δεν δίνω σημασία, σχετικά με την ανθρώπινη πλευρά ενός καλλιτέχνη. Όμως όσο περνάει ο καιρός αντιλαμβάνομαι ότι το πρόβλημα όσο πάει γίνεται μεγαλύτερο. Έχουμε ξεφύγει πια από την διαπόμπευση δημοσίων προσώπων με βάση πράγματα που δεν γνωρίζουμε, όπως την ιδεολογία και τις απόψεις τους. Έχουμε πια πάει σε ένα επίπεδο κριτικής των πάντων και πολιτικής ορθότητας στην χειρότερη μορφή τους.
Αυτό ακριβώς ήταν και το έναυσμα για να γράψω εγώ σήμερα αυτές τις λίγες γραμμές. Πριν μερικά χρόνια, καθώς μεγάλωνα προσδοκούσα την άνοδο των προοδευτικών ιδεών στην κοινωνία και τον παραγκωνισμό οτιδήποτε δεν σέβεται την ανθρώπινη ιδιοσυγκρασία. Ονειρευόμουν μια κοινωνία με ανοιχτά μυαλά, με ιδέες και πράξεις που δεν στέκονται στις ανούσιες εθιμοτυπικές λεπτομέρειες που οι προηγούμενες γενιές θέσπισαν για δικούς τους καθαρά λόγους που δεν νομίζω ότι μπορεί κανείς να αιτιολογήσει με βάση τη λογική.
Ονειρευόμουν ανθρώπους να εκφράζονται ελεύθερα όπως εμείς οι δεκάχρονοι στο ίντερνετ, ένα ίντερνετ που τότε ήταν ο χώρος για όλους να συζητούν. Οι κανόνες θεσπίστηκαν μόνοι τους, με λογική και επιχειρήματα και ήταν ακριβώς αυτοί οι δύο. Πάντα αντιμετωπίζαμε ένα συνομιλητή που δεν γνωρίζαμε με σεβασμό, λογική και επιχειρήματα, καθώς δεν μπορούσες να ξέρεις αν ήταν 12 ή 40. Μάθαινες να σέβεσαι τον άνθρωπο και όχι την ηλικία του, ούτε θεωρούσες ότι τον ξέρεις, όταν διαφωνούσες μαζί του προσπαθούσες να καταλάβεις τις απόψεις του ή απλά αποχωρούσες, δεν έκρινες και δεν προσπαθούσες να επιτεθείς με κάθε έναυσμα που έπλαθε το μυαλό σου.
Μιλούσαμε για ένα νέο κόσμο γεμάτο ατέλειωτες δυνατότητες. Για ένα κόσμο που θα έρθει και θα γκρεμίσει τα τείχη του παρελθόντος. Για ένα μέλλον γεμάτο ανοιχτούς ανθρώπους που δεν φοβούνται να μοιράζονται και κυρίως δεν φοβούνται γενικά. Γιατί η ανωνυμία μας ήταν ένα όπλο για την προστασία των αδυνάτων.
Μετά ήρθαν οι μέλισσες. Η εμπορευματοποίηση του μέσου όπου από ακαδημαϊκός εξερευνητής έγινες καταναλωτής. Χιλιάδες διαφημίσεις και σλόγκαν να διαμορφώνουν συνειδήσεις. Μάθαμε να μιλάμε με τσιτάτα και ξεχάσαμε να συνεννοούμαστε ( είπε σε μορφή σλόγκαν επίτηδες). Ήρθαν κάποιοι επιτήδειοι και είπαν ότι νοιάζονται, ότι μας αγαπούν. Όλους εμάς τους διαφορετικούς, τους παράξενους, τους αποκομμένους από το mainstream της κοινωνίας. Μας έπεισαν και τους κάναμε τα είδωλα μας. Ξεχάσαμε όμως κάτι βασικό, πως μπορεί να σε αγαπήσει κάποιος που δεν ξέρεις;
Γιατί μην γελιέσαι, ο κάθε καλλιτέχνης, ο κάθε ηθοποιός, τραγουδιστής, youtuber, ινφλουενσερ, έχει πάντα ένα σκοπό. Όσο ανιδιοτελής και αν είναι. Μπορεί να μην ζητάει τη τσέπη σου, μπορεί να μην σε βλέπει ως εμπόρευμα, πάντα μα πάντα όμως ζητάει την προσοχή σου. Ο κάθε δημιουργός ζητάει την αποδοχή και όρια για το πως θα τη πετύχει του βάζει μόνο το μυαλό και η ηθική του. Αυτό που θέλω να πω είναι πως ο κάθε δημιουργός θα κάνει ότι θεωρεί σωστό ώστε να τραβήξει τη προσοχή σου. Μπορεί να βγαίνει και να μιλάει σε ένα ευκολόπιστο συντηρητικό κοινό για πατρίδες και κακούς Γερμανούς, σε ένα προοδευτικό κοινό για κακές επιχειρήσεις και κράτη χωρίς να πιστεύει τίποτα από αυτά. Χωρίς να τον ενδιαφέρουν όλα αυτά. Μπορεί ο Αρκάς να είναι φασίστας και ο Σεφερλής αναρχικός και να βγάζουν το πρόσωπο που βγάζουν, γιατί έτσι πιστεύουν πως θα κάνουν τον κόσμο να τους προσέξει.
Γενικά τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά ποτέ. Δεν μπορείς να κρίνεις χωρίς να καταλαβαίνεις πρώτα από που έρχεται ο κάθε λόγος, η κάθε πράξη αυτού που κρίνεις. Είναι λογικό να μην σου αρέσει κάτι, είναι λογικό οι άνθρωποι να είμαστε διαφορετικοί, αυτό δεν κάνει εσένα σωστό και τους άλλους λάθος. Μας κάνει απλά διαφορετικούς.
Έχουμε γεμίσει με υπερευαίσθητους ανθρώπους που στέκονται στις λέξεις και στην εικόνα και δεν κοιτούν την ουσία. Είναι έτοιμοι να κρεμάσουν όποιον διαφέρει, όποιον δεν συμφωνεί μαζί τους, δημιουργούν στρατούς. Τρελαίνονται με τον φαλοκράτη Αρκά και τον φασίστα Σεφερλή και δεν κοιτούν τα αυτονόητα, πως αυτή είναι απλά η δουλειά τους. Πως σίγουρα την κάνουν καλά τη δουλειά τους, αφού όλοι γελάμε και μας τραβούν τη προσοχή. Γιατί αυτή είναι η δουλειά τους, αλλά είναι και ακριβώς αυτό. Δουλειά. Μια απασχόληση που σε καμία περίπτωση δεν λέει κάτι για τον χαρακτήρα κάποιου και την ηθική του. Γνωρίζουμε απλά μόνο όσα αυτοί θέλουν να μας δείξουν. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο.
Δεν είναι κακός αυτός που βρίζει, ούτε καλός αυτός που δείχνει γλυκός μπροστά στη κάμερα. Κάποτε ονειρευόμουν πως αυτούς που χτυπάνε τα παιδιά τους, αυτούς που βασανίζουν άλλους ανθρώπους, θα σκύψουμε από πάνω τους και θα τους πούμε "ηρέμησε, καταλαβαίνω. Έχεις περάσει δύσκολα αλλά τώρα δεν θέλει κανείς να σε βλάψει, μπορείς να μην ξεσπάς στους άλλους". Αντί αυτού όσο περνάει ο καιρός γυρίζουμε στις φωτιές και τις κρεμάλες. Μόνο που αυτή τη φορά οι κρεμάλες έγιναν ηλεκτρονικές. Θεοποιήσαμε ανθρώπους, ξεχάσαμε πως και αυτοί κουβαλάνε κόμπλεξ και άσχημες εμπειρίες.
Την επόμενη φορά λοιπόν που κάποιος θα πει έναν άλλο άνθρωπο, καλλιτέχνη ή μη, φαλλοκράτη ή ρατσιστή ή φασίστα ή οτιδήποτε, πριν να συμφωνήσεις σκέψου. Σκέψου πόσο καλά τον ξέρει, πόσο καλά τον ξέρεις εσύ. Σκέψου τους σκοπούς που έχει ο καθένας, μήπως όσοι έβριζαν τον Σεφερλή κάνουν την ίδια δουλειά με αυτόν και για αυτό θέλουν να τον βλάψουν; Δεν έχει σημασία πόσο είσαι.
Ακόμα και αν είσαι δώδεκα ή πενήντα μην φανατίζεσαι, μην ακολουθείς ηγέτες και την επόμενη φορά που θα διαβάσεις ένα κείμενο μου, θα δεις ένα βίντεο μου σκέψου, μήπως λέω απλά αυτά που θέλεις να ακούσεις; Μήπως απλά αυτή είναι η δουλειά μου; Μήπως δεν είναι σωστό να πετροβολείς κάποιον με το παραμικρό; Μήπως;
Γεμίσαμε θηλυκούς και αρσενικούς white knights έτοιμους να υπερασπιστούν το διαφορετικό και ξεχάσαμε πως όλοι είμαστε διαφορετικοί, όλοι έχουμε ανάγκη λίγη κατανόηση και σεβασμό. Δεν χρειαζόμαστε υπερασπιστές των αδυνάτων γιατί, θα έρθει μια μέρα που θα είμαστε εμείς οι δυνατοί και τότε θα τους βρούμε απέναντι μας, γιατί αυτοί οι άνθρωποι αυτό κάνουν, υπερασπίζονται τους ευάλωτους, γιατί γνωρίζουν καλά πόσο εύπλαστοι και ευκολόπιστοι είναι. Μπορούμε να τα βρούμε και μεταξύ μας, αρκεί να θυμηθούμε εκείνες τις εποχές, στις αρχές του ίντερνετ που οι αδύναμοι βρήκαμε καταφύγιο σε ένα μέσο που μας έμαθε να σεβόμαστε τον κάθε άνθρωπο και να προσπαθούμε να τον καταλάβουμε.