Καθώς άνοιγε τα μάτια της, δεν χόρταινα να την κοιτάζω. Μου ήταν πραγματικά αδύνατο να μην κοιτάω αυτά τα υπέροχα μπλε, σχεδόν γκρι, μάτια με τις μικρές κηλίδες κίτρινου στο εξωτερικό τους. Τα πορτοκαλί μαλλιά της που έπεφταν ελεύθερα στους ώμους, λες και το έκανε επίτηδες, κι όμως μόλις είχε ξυπνήσει. Άπλωσε τα καλογυμνασμένα μπράτσα της και με μια κίνηση με έφερε κοντά της. Ξαφνιάστηκα ευχάριστα και ας το κάνει κάθε μέρα. Τρέμω, πραγματικά τρέμω την ημέρα που δε θα το κάνει πια και δε θέλω ούτε να το σκέφτομαι. Μου το κάνει αρκετά εύκολο βέβαια. Να μη σκέφτομαι. Τυλίγει τα μακριά αθλητικά πόδια της γύρω μου και σχεδόν μου κόβει την ανάσα. Με μια κίνηση με γυρίζει και πέφτει πάνω μου.
Μπήγει τα νύχια της στους ώμους μου και με σφίγγει λίγο ακόμα με τα πόδια. Δεν μπορώ να πάρω ανάσα. Αλλά δεν με νοιάζει. Θέλω μόνο να τη κοιτάω, να τη κοιτάω καθώς κάνει ότι θέλει. Δεν μπορώ να κάνω τίποτα για να τη σταματήσω. Δεν θέλω να τη σταματήσω. Νιώθω τη σάρκα μου να ματώνει, τα νύχια της μπαίνουν όλο και πιο βαθιά, νιώθω τη πλάτη μου να ανατριχιάζει ολόκληρη. Χαλαρώνει τους γυμνασμένους μηρούς της και με καβαλάει.Νιώθω πως θα τελειώσω εκεί. Πως δεν αντέχω άλλο κι όμως συγκρατούμαι. Ή τουλάχιστον προσπαθώ. Δεν έχω προσπαθήσει τόσο στη ζωή μου ούτε σε κατοστάρι. Μόνο που αυτό που ζω είναι μαραθώνιος και το ξέρω καλά. Όχι γιατί με αναγκάζει, ή γιατί θα με κρίνει. Γιατί μου αρέσει. Το απολαμβάνω και δεν θέλω να τελειώσει.
Η ανατριχίλα εξαπλώνεται σε όλο μου το κορμί, τα μάτια μου θολώνουν. Χαϊδεύω το δέρμα της, είναι τόσο απαλό, σαν πρωινή δροσοσταλιά, δροσίζει τις άκρες των δαχτύλων μου και με ξυπνάει λίγο. Όσο χρειάζεται για να κάνω αυτό που θέλει. Τα χέρια μου κατευθύνονται στα πόδια της αγγίζω όλα τα ευαίσθητα σημεία της, δείχνει να το απολαμβάνει. Συνεχίζω με περισσότερη ένταση. Θέλω να της δώσω έστω τη μισή απόλαυση που νιώθω. Ανεβαίνω στο στήθος της, είναι ζεστό. Πιο ζεστό από το υπόλοιπο κορμί της. Τη χαϊδεύω απαλά και καμιά φορά την τσιμπάω. Φαίνεται να της αρέσει. Την χαϊδεύω καθώς κουνάω τον κορμό μου με παλινδρομικές κινήσεις και τη χαϊδεύω, πιο δυνατά, πιο γρήγορα και πιο δυνατά και πιο γρήγορα. Πιο δυνατά και ακόμα πιο γρήγορα. Ηρεμώ, με κοιτάει με απορία. Συνεχίζω να τη χαϊδεύω και με κοιτάει με αυτά τα γκρίζα μάτια, νιώθω το σώμα μου να καίγεται. Το δικό της το ίδιο, όπου και να την αγγίξω νιώθω πως θα καούμε. Ακόμα καλύτερα, νιώθω πως είμαστε φωτιά, μια άσβεστη φωτιά που καίει και δεν θέλω να σβήσει.
Συνεχίσω με περισσότερο πάθος αυτή τη φορά, αρχίζει να ουρλιάζει, νιώθω σαν να βρίσκομαι στη κόλαση, αρχίζει να τρέμει και να κινείται σπασμωδικά. Τη νιώθω να τρέμει ολόκληρη, ουρλιάζει ακόμα περισσότερο, κάτι λέει δεν την ακούω. Δεν μπορώ να καταλάβω τι λέει. Μου ρίχνει ένα χαστούκι, τρελαίνομαι και τη πιάνω πιο σφιχτά. Θέλω να τη ξεσκίσω. Θέλω να σκίσουμε τις σάρκες μας και να γίνουμε ένα. Ξαφνικά μου ρίχνει ένα μπουκέτο μέσα στη μούρη και σηκώνεται, πριν προλάβω να τελειώσω και φωνάζει.
-Κατσαρίδα ρε Μαλάκα. Κατσαρίδααα.
Πιάνεται από το φωτιστικό σαν γάτα με νύχια και με πόδια, το φωτιστικό δεν αντέχει, ξεριζώνεται από το ταβάνι και πέφτει στο κεφάλι μου. Κάπου εκεί μπαίνει ο γιος μας, μας βλέπει σε αυτή τη κατάσταση και φεύγει κλειδώνοντας διπλά τη πόρτα, δύο άνθρωποι ο ένας πάνω στον άλλο, ένα φωτιστικό στην άκρη, μια τρύπα στο ταβάνι και παντού γενετικό υλικό. Όλα άσπρα. Όλα, ακόμα και μια κατσαρίδα που τρυπώνει κάτω από τη μπαλκονόπορτα και φεύγει.