Στους λύκους βγαίνεις για σεργιάνι,
ψάχνεις και ρωτάς για τον Αγιάννη.
Δεν ήρθε απ' τα μέρη σου, να πάρει το φαί του.
Φοβάσαι, μήπως τέλειωσε και η υπομονή του;
Μη και παραδόθει, στην αγκαλιά του νόμου,
και ας έχει τον κακόμοιρο, τον Μάριο επ' ώμου.
Του κόσμου τα τσακάλια, δεν τον άφησαν να αγιάσει.
Την αγάπη που χει μέσα του, απλά να τους μοιράσει.
Θέλουν όλους να τους δουν, μέσα στη κόλαση τους.
Σκληρά να βασανίζονται για την απόλαυση τους.
Καμιά δεν έχει σημασία, δικός τους αν είσαι η δικός μου.
Συγχώρεση δεν δίνουνε, στους Αγιάννηδες του κόσμου.
Πουλί μου σώπα και μην κλαις, μα μείνε λίγο ακόμα,
για να σου γιάνω τις πληγές, σε όλο σου το σώμα.
Δεν κλαίω πια για τις πληγές και δεν στενοχωρούμε,
μα που στον τόπο τούτονε, τσάμπα ταλαιπωρούμαι.
Να προσπαθείς για μια ζωή καλύτερος να γίνεις,
μα το πικρό ποτήριο για πάντα να το πίνεις.
Από τον άνθρωπο αυτό που σαν θεός το βλέπει,
υπακούωντας διαταγές και αλλωνών τα πρέπει.
Ακόμα και αν τον λυπηθείς και σώσεις τη ζωή του,
να απλώσει θέλει πάντοτε στη πλάτη το ραβδί του.
Με τη στολή του νόμισε πως έχει κάποια αξία.
Μιας που σαν άνθρωπος ποτέ δεν είχε ουδεμία.
Έλα Αγιάννη μου καλέ, άστους αυτούς εδώ.
Ότι κι αν κάνουμε ποτέ, δεν βάζουνε μυαλό.
Ποτέ τους δεν σε σβήνουν απ' τα κατάστιχα τους,
μα συνεχώς θα κυνηγούν την άθλια ουρά τους.