Ο ήχος των κυμάτων είναι τόσο χαλαρωτικός. Σαν να σε καλούν στην αγκαλιά τους. Σαν να θέλουν πραγματικά να βρεθείς μέσα τους και έτσι μανιασμένα όπως χτυπούν τα βράχια, να πάρουν και εσένα, μακριά από κάθε πρόβλημα. Μακριά από κάθε δύσκολη στιγμή. Πως μπορεί κάτι τόσο άγριο, να είναι τόσο χαλαρωτικό ταυτόχρονα.
Η θάλασσα πάντα με μάγευε. Πάντα όταν ήθελα να ηρεμήσω γυρνούσα εδώ, να θαυμάζω αυτή την άγρια ομορφιά. Στην άκρη ενός γκρεμού που δείχνει να σε καλεί, ή απλά να σε δοκιμάζει. Να κάθεται εκεί ως καθρέφτης της ζωής σου, να σου δείχνει τα λάθη σου. Να σου θυμίζει πως πρέπει να συγχωρείς τον εαυτό σου, αν θέλεις να συνεχίζεις να ζεις.
Δεν είναι τυχαίο πως έφτιαξα το σπίτι μου εδώ, στην άκρη του γκρεμού. Εδώ σε ένα τόσο απόμερο σημείο. Στο τελευταίο σημείο που ο ήλιος ανατέλλει το πρωί. Στο σημείο που η ζωή πολλές φορές, βρίσκει το τέλος της. Ναι ξέρω, όλα αυτά σου φαίνονται παράξενα. Εσύ το μόνο που θέλεις, είναι να κάνεις ένα βήμα και να ηρεμήσεις. Από ότι σε απασχολεί. Από ότι σε βασανίζει. Είναι εύκολο νομίζεις. Δεν θα σου πω να μην το κάνεις, αλλά πριν το κάνεις, απλά θέλω να μοιραστώ μαζί σου μια ιστορία. Έτσι για να την περάσεις μαζί σου, στην απέναντι όχθη. Ώστε αν συναντήσεις κάποιο γνώριμο σε εμένα πρόσωπο, να του πεις πως δεν το ξέχασα ποτέ.
Ήταν χειμώνας του 69' η ζωή κυλούσε ήρεμα. Είχαμε μόλις φτιάξει το σπίτι στο χωριό. Στο ίδιο χωριό που ζεις εσύ σήμερα. Ημέρα Τρίτη. Η πιο ευτυχισμένη Τρίτη της ζωής μου. Η γυναίκα μου μόλις είχε γυρίσει από τη πόλη. Πήρε τις εξετάσεις και ήρθε με ένα τεράστιο χαμόγελο.
- Θα γίνουμε γονείς.
Δεν μπορούσα να φανταστώ τον εαυτό μου πιο ευτυχισμένο. Εκείνο το απόγευμα ετοίμασα το βρεφικό δωμάτιο. Δεν ξέρω, δεν κατάλαβα πότε πρόλαβα να βάψω, να καθαρίσω, να μοντάρω την κούνια και να το γεμίσω με εκατοντάδες αρκουδάκια. Μικρά και μεγάλα. Η γυναίκα μου, με έβλεπε και κρυφοχαμογελούσε. Δεν μιλούσε καθόλου. Μέχρι που νύχτωσε.
- Ηρέμησε. Έχουμε εννέα μήνες μπροστά μας.
Είχε δίκιο αλλά εγώ ήθελα να προσφέρω. Θυμάμαι από μικρό παιδί τον εαυτό μου, να προσπαθεί να προσφέρει, το καλύτερο που μπορεί. Έτσι τώρα γεμάτος ενθουσιασμό, πως θα μπορούσα να ηρεμήσω; Το ήξερε. Όπως ήξερε πάντα, πως να με ηρεμεί. Πως να με κάνει να νιώθω τόση σιγουριά, για κάτι τόσο αβέβαιο, όπως η ίδια η ζωή. Για εμένα ήταν η ίδια η ζωή.
Οι μήνες πέρασαν, έφτασε ο καιρός να πάμε στη πόλη, όλα πήγαν καλά. Η μικρή μας μεγάλωνε και μαζί της και η χαρά μας. Ώσπου μια μέρα, όλα άλλαξαν. Σιγά και σταθερά.
- Δεν είσαι, δεν είναι δικό μου.
- Τι λες αγάπη μου; Ηρέμησε.
- Δεν είναι η κόρη μου αυτή, σου λέω. Κάποιος πήρε το παιδί μου. Κάποιος μου πήρε το παιδί. Κάνε κάτι, θέλω πίσω το παιδί μου.
- Το παιδί μας είναι κορίτσι μου, το παιδάκι μας. Αυτό που πάντα θέλαμε, να κοίτα. Βλέπεις; Δεν έχει αλλάξει. Είναι το ίδιο με τις φωτογραφίες. Έλα εδώ, να σε πάρω μια αγκαλιά.
Μιά στο τόσο την έπιαναν κρίσεις. Μια στο τόσο άρχιζε, να της μπαίνει όλο και πιο βαθιά η ιδέα. Πως κάτι δεν πάει καλά με την κόρη μας. Την πήγα στην πόλη. Στους καλύτερους γιατρούς. Δεν μπορούν να κάνουν τίποτα. Ηρεμιστικά και πάλι ηρεμιστικά. Μα εγώ πως θα ζήσω; Δεν μπορώ χωρίς τη γυναίκα μου. Δεν είμαι ικανός. Πέρασαν τα χρόνια και όσο περνούσαν, όλο και πιο πολύ χανόταν. Δεν ξέρω αν ήταν η ασθένεια ή τα χάπια. Αλλά πια, περισσότερο θύμιζε φυτό παρά άνθρωπο. Έτσι αποφάσισα να τη πάω στη πόλη.
Η κόρη μας μεγάλωνε και άρχιζε να καταλαβαίνει, ρωτούσε για τη μαμά της. Δεν ήξερα τι να της πω. Δεν μπορούσα να πω ψέμματα, δεν ήμουν καλός στα ψέμματα. Της εξήγησα πως η μαμά είναι άρρωστη και δεν μπορεί να είναι μαζί μας. Πως όταν θα γίνει καλά θα επιστρέψει.
Μια μέρα, γυρίζοντας από τη δουλειά, δεν τη βρήκα πουθενά. Πήρα τηλέφωνο, δεν είχε πάει στο σχολείο το πρωί. Πως είναι δυνατόν; Αφού ήμουν μπροστά όταν μπήκε στο λεωφορείο. Κοντεύω να τρελαθώ. Ξαφνικά χτυπάει το τηλέφωνο.
- Ελάτε γρήγορα στο φάρο. Είναι εδώ η γυναίκα και η κόρη σας. Δεν φαίνονται καλά.
Έτρεξα με όλη μου τη δύναμη, παρά την ηλικία μου. Δεν είμαι παιδάκι πια...
Τις είδα στην άκρη του γκρεμού, να κοιτάζουν τα κύματα, νιώθω το κορμί μου να τρέμει, κρύος ιδρώτας παντού και μια παράξενη αίσθηση να περνάει από άκρη σε άκρη, στη ραχοκοκκαλιά μου.
- Μηηηηηηηηηηηηη!!!!!
Γυρίζουν και οι δύο. Με κοιτούν και χαμογελάνε. Με φωνάζουν να πάω κοντά τους. Τρέχω να προλάβω, όπως τρέχω, παραπατάω. Φεύγω στο κενό. Τις βλέπω να κάθονται στην άκρη και να με κοιτάνε, να μην κουνιούνται. Να έχουν το ίδιο ακριβώς χαμόγελο και να με κοιτούν με το ίδιο βλέμμα. Πέφτω στο νερό και παλεύω να μείνω στην επιφάνεια.
Ξυπνάω, μια νοσοκόμα έχει σκύψει από πάνω μου και με κοιτάει. Μου χαμογελάει. Κοιτάω τα χέρια μου, τίποτα. Ούτε γρατσουνιές, ούτε χτυπήματα. Τίποτα. Πως είναι δυνατόν; Ζητάω ένα καθρέφτη. Τίποτα και εκεί. Όλα είναι στη θέση τους.
- Κύριε Γιώργο πως νιώθετε;
- Που με ξέρεις; Πως ξέρεις το όνομα μου; Τι συνέβη;
- Κύριε Γιώργο. Είστε εδώ τα τελευταία είκοσι χρόνια. Για αυτό ξέρω το όνομα σας. Μιλάμε κάθε μέρα. Είμαι η Βιολέτα. Προσπαθήστε να θυμηθείτε. Η γυναίκα σας, σας έφερε εδώ. Θυμάστε τώρα;
Η γυναίκα μου; Κάτι αρχίζω να θυμάμαι. Διάφορες εικόνες περνούν από το μυαλό μου. Εκείνο το καλοκαίρι του 69'. Ήταν Τρίτη, μου είπε ότι ήταν έγκυος. Τα έχασα.
Πήρα ένα κουζινομάχαιρο και την κάρφωσα στη κοιλιά. Εκείνη έτρεξε, πήγε προς τον γκρεμό. Δίπλα στο φάρο. Εκεί που μέναμε πάντα. Ήμουν φαροφύλακας. Θυμάμαι τώρα. Όλα είναι ξεκάθαρα. Όταν την είδα στην άκρη, σαν να ηρέμησα, άφησα να μου πέσει το μαχαίρι και γονάτισα. Δεν ήξερα τι να κάνω. Έβαλα τα κλάματα. Από τότε είμαι σε αυτή εδώ τη κλινική. Βλέπω σχεδόν καθημερινά το κοριτσάκι αυτό, να προσπαθεί να αυτοκτονήσει και εγώ να του λέω την ίδια ιστορία. Ξανά και ξανά...
- Κύριε Γιώργο η γυναίκα σας. Ήρθε να σας δει.
- Γεια σου αγάπη μου, έμαθα πως είχες πάλι τις κρίσεις. Ήρθα να σε δώ. Να σου θυμίσω ότι σ' αγαπάω και ότι σε έχω συγχωρέσει. Εντάξει αγόρι μου;
- Εντάξει κορίτσι μου. Σ' αγαπάω.