- Μείνε λίγο ακόμα, μην φεύγεις. Σε λίγο τα φώτα θα σβήσουν.
Ήταν παραμονή των Χριστουγέννων, όλοι ήταν χαρούμενοι. Οι δρόμοι, είχαν γεμίσει με χαμογελαστούς ανθρώπους. Έτσι και εγώ, ετοιμαζόμουν για την καθιερωμένη μας έξοδο. Αφού πέρασα χιλιάδες φορέματα κατέληξα στο πιο χριστουγεννιάτικο παντελόνι που έχει φορεθεί ποτέ. Ξέρεις, από αυτά τα παντελόνια που είναι γεμάτα κόκκινα και άσπρα σχέδια. Ναι, βγαίνουν και σε μπλούζα. Φυσικά και τη φόρεσα, τη μπλούζα. Με έλεγες και χριστουγεννιάτικο δέντρο. Αλλά αυτές οι μέρες το απαιτούν. Όλοι γινόμαστε λίγο πιο παιδιά.
Βγήκαμε με τη φίλη μου τη Κάτια. Αφού κάναμε μια βόλτα στα μπαράκια, καταλήξαμε όπως κάθε Αθηναίος που σέβεται τον εαυτό του, στα μπουζούκια. Μην το αρνηθείς, ακόμα και εσύ που "δεν σου αρέσουν", έχεις βρεθεί να σιγοτραγουδάς μερικά από τα μεγαλύτερα σουξεδάκια, την ίδια στιγμή που παραπονιέσαι, γιατί πιστεύεις ότι είσαι κάτι το ιδιαίτερο.
Όχι ότι δεν είσαι, απλά καμιά φορά ξεχνάς πως όσο ιδιαίτερος είσαι εσύ, είναι και οι άλλοι. Όλοι έχουν τις ιδιαιτερότητες τους. Δεν ξέρω τι με έπιασε. Χαζές σκέψεις. Αφοσιώνομαι στον τραγουδιστή και περνάω μια από τις πιο όμορφες βραδιές στη ζωή μου. Έχει περάσει η ώρα και λέμε με τη Κάτια να φύγουμε. Βγαίνουμε από το μαγαζί και πάμε προς τη κοντινότερη καντίνα. Μετά από το αλκοόλ λίγη ατασθαλία είναι ότι πρέπει. Χριστούγεννα είναι. Θα μπω ξανά σε πρόγραμμα όταν τελειώσουν οι γιορτές.
Εδώ και χρόνια, ακόμα και αυτές οι στιγμές φαίνονται ως μέρος του προγράμματος. Ένα πρόγραμμα που με κρατάει ασφαλή, τουλάχιστον στο κεφάλι μου. Κάθε πρωί η μέρα ξεκινά στις επτά και τελειώνει στις δώδεκα το βράδυ. Ανεξάρτητα αν έχω δουλειά ή όχι. Άλλωστε, στην εποχή μας το 2132, δεν χρειάζεται να βιάζεσαι. Όλα γίνονται τόσο γρήγορα και ξεκούραστα πια. Ζούμε σε ένα παράδεισο.
Όλα είναι στα πόδια μας, όταν τα θέλουμε, τη στιγμή που τα θέλουμε. Βέβαια και εμείς δεν ζούμε όπως οι παλιοί. Αλλά το πιο σημαντικό; Δεν ζούμε όσο οι παλιοί. Έτσι είναι η ζωή κάτι δίνεις κάτι παίρνεις. Κάπως έτσι γύρισα σπίτι και έπεσα ξερή. Την επόμενη μέρα είχα να αντιμετωπίσω τους γονείς μου.
Κάθε χρόνο τέτοιες μέρες μαζευόμαστε στο γιορτινό τραπέζι και μιλάμε για τη ζωή μας, για τα καλά και τα κακά. Τσακωνόμαστε για χαζομάρες και αφού αγκαλιαστούμε, επιστρέφουμε στις ζωές μας. Στην ρουτίνα μας. Κάπως έτσι και φέτος, οι μυρωδιές έφταναν μέχρι την είσοδο της πολυκατοικίας. Λαχταριστά φαγητά από τη μητέρα μας, μας περίμεναν. Δεν ξέρω πως το καταφέρνει και με τα πιο απλά υλικά φτιάχνει θαύματα. Κάθε χρόνο λέω θα τη φτάσω και κάθε χρόνο, ξεπερνά τον εαυτό της. Δεν πειράζει, ξέρω πως χαίρεται να μας φροντίζει, είναι και μεγάλη πια. Σχεδόν διακοσίων ετών.
Αφού παραλίγο να σκάσουμε από το φαΐ, αρχίσαμε τη κουβέντα. Ο μεγάλος, άρχισε να λέει για τις αξίες που έχουν χαθεί, για όλα όσα μας κάνουν ένα με τις μηχανές. Για όλα όσα στο όνομα της προόδου μας έχουν κάνει να ξεχάσουμε ποιοι είμαστε. Αυτό το παιδί. Μια ζωή κόντρα στο κύμα. Δεν έβαλε μυαλό ποτέ. Εγώ δεν μιλάω. Περνάμε τόσο όμορφα δεν υπάρχει λόγος να τους το χαλάσω.
- Εσύ αδερφή τι έχεις να πεις;
- Τίποτα αγόρι μου, δεν θέλω να κάνω τέτοιες κουβέντες χριστουγεννιάτικα.
Μα να μην ηρεμεί με τίποτα. Πόσο να αντέξω και εγώ. Αχάριστο τον είπα, ότι δεν εκτιμάει όσα έχει πετύχει η κοινωνία μας του είπα, ότι θα πρέπει να μεγαλώσει του είπα... Θύμωσε και έφυγε. Πήγε στο μπάνιο. Γυρνώντας μου έριξε μια ματιά. Για κάποιο λόγο φοβήθηκα, δεν τον έχω ξαναδεί έτσι. Αυτές οι βλακείες του δηλητηριάζουν τη ψυχή. Δεν ξέρω τι να κάνω για να τον συνεφέρω. Μπορεί η καθημερινότητα μου να μην μου επιτρέπει να τον βλέπω συχνά, αλλά τον αγαπάω. Προσπαθώ να του θυμίσω πως ήμασταν μικρά, πως παίζαμε και χαιρόμασταν. Πως ήταν η ζωή πριν από όλα αυτά. Τελικά, όπως πάντα, φεύγουμε γεμάτοι χαρά, με γέλια και πάμε ο καθένας στις δουλειές του.
Κατεβαίνω στην είσοδο από τις σκάλες. Στην είσοδο δύο τύποι νιώθω σαν να με παρακολουθούν. Βγαίνω και ο ένας με αρπάζει από το μπράτσο και με τραβάει στο στενό. Αρχίζει φωνάζει και με σπρώχνει, ζαλίζομαι. Δεν καταλαβαίνω τι λέει. Πέφτω κάτω.
- Έχει φακούς, είναι γαλαζομάτα. Φάτε τη.
Με χτυπούν δυνατά στα πλευρά, δεν μπορώ να πάρω ανάσα. Πνίγομαι.
Βλέπω τον Μιχάλη να έρχεται προς το μέρος μου, με πλησιάζει και μου μιλάει, δεν ακούω τίποτα, τα αφτιά μου βουίζουν. Σιγά - σιγά κάτι αρχίζω να διακρίνω. Αλλά δεν μπορώ να μιλήσω, δεν μπορώ να πάρω ανάσα. Δεν φοβάμαι όμως. Παρόλο το κρύο νιώθω ζεστά. Νιώθω σαν κάτι μέσα μου να μου παίρνει το φόβο και τον πόνο. Τον κοιτάω στα μάτια. Κλαίει, πάει να σηκωθεί.
- Γαμημένοι, δεν σας είπα να την τρομάξετε μόνο; Θα σας σκοτώσω ρε. Την αδερφή μου;
Τον κρατάω από το μπράτσο με όση δύναμη μου έχει μείνει. Παίρνω βαθιά ανάσα και με το ζόρι βγάζω μερικές λέξεις.
-Δεν πειράζει, άφησε τους, φοβούνται. Φοβούνται ότι δεν καταλαβαίνουν. Δεν φταίνε. Μείνε λίγο ακόμα, μην φεύγεις. Σε λίγο τα φώτα θα σβήσουν.
---------------------------------------------------------------
Η φωτογραφία είναι από αυτόν, ακολούθησε τον.
https://www.instagram.com/immrahulp/
Εδώ και χρόνια, ακόμα και αυτές οι στιγμές φαίνονται ως μέρος του προγράμματος. Ένα πρόγραμμα που με κρατάει ασφαλή, τουλάχιστον στο κεφάλι μου. Κάθε πρωί η μέρα ξεκινά στις επτά και τελειώνει στις δώδεκα το βράδυ. Ανεξάρτητα αν έχω δουλειά ή όχι. Άλλωστε, στην εποχή μας το 2132, δεν χρειάζεται να βιάζεσαι. Όλα γίνονται τόσο γρήγορα και ξεκούραστα πια. Ζούμε σε ένα παράδεισο.
Όλα είναι στα πόδια μας, όταν τα θέλουμε, τη στιγμή που τα θέλουμε. Βέβαια και εμείς δεν ζούμε όπως οι παλιοί. Αλλά το πιο σημαντικό; Δεν ζούμε όσο οι παλιοί. Έτσι είναι η ζωή κάτι δίνεις κάτι παίρνεις. Κάπως έτσι γύρισα σπίτι και έπεσα ξερή. Την επόμενη μέρα είχα να αντιμετωπίσω τους γονείς μου.
Κάθε χρόνο τέτοιες μέρες μαζευόμαστε στο γιορτινό τραπέζι και μιλάμε για τη ζωή μας, για τα καλά και τα κακά. Τσακωνόμαστε για χαζομάρες και αφού αγκαλιαστούμε, επιστρέφουμε στις ζωές μας. Στην ρουτίνα μας. Κάπως έτσι και φέτος, οι μυρωδιές έφταναν μέχρι την είσοδο της πολυκατοικίας. Λαχταριστά φαγητά από τη μητέρα μας, μας περίμεναν. Δεν ξέρω πως το καταφέρνει και με τα πιο απλά υλικά φτιάχνει θαύματα. Κάθε χρόνο λέω θα τη φτάσω και κάθε χρόνο, ξεπερνά τον εαυτό της. Δεν πειράζει, ξέρω πως χαίρεται να μας φροντίζει, είναι και μεγάλη πια. Σχεδόν διακοσίων ετών.
Αφού παραλίγο να σκάσουμε από το φαΐ, αρχίσαμε τη κουβέντα. Ο μεγάλος, άρχισε να λέει για τις αξίες που έχουν χαθεί, για όλα όσα μας κάνουν ένα με τις μηχανές. Για όλα όσα στο όνομα της προόδου μας έχουν κάνει να ξεχάσουμε ποιοι είμαστε. Αυτό το παιδί. Μια ζωή κόντρα στο κύμα. Δεν έβαλε μυαλό ποτέ. Εγώ δεν μιλάω. Περνάμε τόσο όμορφα δεν υπάρχει λόγος να τους το χαλάσω.
- Εσύ αδερφή τι έχεις να πεις;
- Τίποτα αγόρι μου, δεν θέλω να κάνω τέτοιες κουβέντες χριστουγεννιάτικα.
Μα να μην ηρεμεί με τίποτα. Πόσο να αντέξω και εγώ. Αχάριστο τον είπα, ότι δεν εκτιμάει όσα έχει πετύχει η κοινωνία μας του είπα, ότι θα πρέπει να μεγαλώσει του είπα... Θύμωσε και έφυγε. Πήγε στο μπάνιο. Γυρνώντας μου έριξε μια ματιά. Για κάποιο λόγο φοβήθηκα, δεν τον έχω ξαναδεί έτσι. Αυτές οι βλακείες του δηλητηριάζουν τη ψυχή. Δεν ξέρω τι να κάνω για να τον συνεφέρω. Μπορεί η καθημερινότητα μου να μην μου επιτρέπει να τον βλέπω συχνά, αλλά τον αγαπάω. Προσπαθώ να του θυμίσω πως ήμασταν μικρά, πως παίζαμε και χαιρόμασταν. Πως ήταν η ζωή πριν από όλα αυτά. Τελικά, όπως πάντα, φεύγουμε γεμάτοι χαρά, με γέλια και πάμε ο καθένας στις δουλειές του.
Κατεβαίνω στην είσοδο από τις σκάλες. Στην είσοδο δύο τύποι νιώθω σαν να με παρακολουθούν. Βγαίνω και ο ένας με αρπάζει από το μπράτσο και με τραβάει στο στενό. Αρχίζει φωνάζει και με σπρώχνει, ζαλίζομαι. Δεν καταλαβαίνω τι λέει. Πέφτω κάτω.
- Έχει φακούς, είναι γαλαζομάτα. Φάτε τη.
Με χτυπούν δυνατά στα πλευρά, δεν μπορώ να πάρω ανάσα. Πνίγομαι.
Βλέπω τον Μιχάλη να έρχεται προς το μέρος μου, με πλησιάζει και μου μιλάει, δεν ακούω τίποτα, τα αφτιά μου βουίζουν. Σιγά - σιγά κάτι αρχίζω να διακρίνω. Αλλά δεν μπορώ να μιλήσω, δεν μπορώ να πάρω ανάσα. Δεν φοβάμαι όμως. Παρόλο το κρύο νιώθω ζεστά. Νιώθω σαν κάτι μέσα μου να μου παίρνει το φόβο και τον πόνο. Τον κοιτάω στα μάτια. Κλαίει, πάει να σηκωθεί.
- Γαμημένοι, δεν σας είπα να την τρομάξετε μόνο; Θα σας σκοτώσω ρε. Την αδερφή μου;
Τον κρατάω από το μπράτσο με όση δύναμη μου έχει μείνει. Παίρνω βαθιά ανάσα και με το ζόρι βγάζω μερικές λέξεις.
-Δεν πειράζει, άφησε τους, φοβούνται. Φοβούνται ότι δεν καταλαβαίνουν. Δεν φταίνε. Μείνε λίγο ακόμα, μην φεύγεις. Σε λίγο τα φώτα θα σβήσουν.
---------------------------------------------------------------
Η φωτογραφία είναι από αυτόν, ακολούθησε τον.
https://www.instagram.com/immrahulp/