Κάθομαι δίπλα στο τζάκι, η ζέστη του μου καίει το πρόσωπο, κόκκινο παχύρευστο αίμα τρέχει στο πρόσωπο μου, έχει σχεδόν ξεραθεί από τη ζέστη. Νιώθω το δέρμα μου να τραβιέται από το ξέραμενο αίμα. Σχεδόν σαν μάσκα ομορφιάς. Μην ανησυχείς, δεν είναι το δικό μου αίμα, αν και μάλλον αυτή τη στιγμή δεν ανησυχείς για εμένα. Σε βλέπω ήδη να κάθεσαι μαγκωμενος και να περιμένεις τι θα ακολουθήσει. Τίποτα σοβαρό μπορείς να φύγεις αν θέλεις, πόσο σίγουρη είσαι πως το θέλεις; Τα πόδια σου είναι παγωμένα, σχεδόν δεν νιώθεις τα μικρά σου δαχτυλακια, έχεις όμως δάχτυλα; Κοιτάς με τρόμο τα πόδια σου, είναι όλα στη θέση τους. Τίποτα δεν φαίνεται να πηγαίνει στραβά, κι όμως εγώ είμαι εδώ. Αυτό από μόνο του δεν μπορεί να είναι καλό. Το ξέρεις. Το νιώθεις. Νιώθεις κάτι στη ράχη σου, κάτι σε ανατριχιαζει, θέλεις να σταματήσω να παίζω με το μυαλό σου.
Αχαχαχαχα
Κάτι πιστεύεις πως έχει πάει στραβά, έχεις δίκιο. Κάθισε αναπαυτικά και θα σου εξηγήσω. Η κολώνα φταίει για όλα. Δεν καταλαβαίνεις; Πως να καταλάβεις; Ποτέ σου δεν κατάλαβες. Ποτέ δεν προσπάθησες για τίποτα. Τώρα όμως είσαι εδώ, δεν θα πας πουθενά μέχρι να τελειώσω. Πέντε ώρες πριν ξεκίνησαν όλα. Ήσουν εδώ, δίπλα στο τζάκι, φαινοσουν τόσο ήρεμη, ένιωθα πως θα ταίριαζες απόλυτα στο σημείο, με τα όμορφα ίσια καστανά σου μαλλιά, το μπλε τζιν φόρεμά σου με το σκισιμο δεξιά στο στριφωμα να με γεμίζει υποσχέσεις. Η καρφίτσα στα μαλλιά σου όμως με τράβηξε, η μικρή αυτή καρφίτσα σε σχήμα πασχαλίτσας , με πράσινες σμαραγδενιες βούλες. Τότε το είδα. Είχα αποσβολωθει, δεν μπορούσα πια να κοιτάξω μακριά σου. Τα μάτια σου, ήταν ότι πιο υπέροχο είχα δει στη ζωή μου. Καταπράσινα τεράστια μάτια που κοιτούσαν τις φλόγες γεμάτα ηρεμία και στην άκρη τους, αναβλυζαν μικρές κατακόκκινες φωτιές. Ένιωσα μια ανυπέρβλητη ανάγκη να σε αγγίξω, ήθελα να με κοιτάς με αυτά τα μάτια για πάντα. Να μην τα πάρεις ποτέ από πάνω μου. Σε πλησίασα, πολύ αργά, όσο σε πλησιαζα η ανάγκη να μην πάρω πότε το βλέμμα μου από πάνω σου γινόταν όλο και πιο δυνατή. Δεν ήθελα να συνεχίσω, αλήθεια δεν το ήθελα. Αλλά δεν μπορούσα να αντισταθώ, μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα η παρουσία σου είχε γίνει η εξάρτηση μου.
Πλησιάζω κι άλλο, με βλέπεις, τα μάτια σου γεμίζουν τρόμο, σου κάνω νόημα να ηρεμήσεις. Σε πλησιάζω στο αφτί και σου ψυθιριζω,
- Μην φοβάσαι , δεν θα σε πειράξω, μην χαλάς την ηρεμία των ματιών σου. Για αυτό ήρθα. Θέλω μόνο να σε κοιτάω.
Δεν με άκουσες, ο τρόμος στο βλέμμα σου συνέχιζε να χαλάει την παραμυθένια όψη σου, δεν ήξερα τι να κάνω, ήθελα να ηρεμήσεις. Δεν άντεχα να σε βλέπω τρομαγμένη. Ήθελα να είσαι όπως τώρα, ηρεμη, γαλήνια, με τα όμορφα σμαραγδένια μάτια σου να κοιτούν τις φλόγες. Σου ζήτησα να ηρεμήσεις και το έκανες σιγά σιγά, το βλέμμα σου άρχισε να επανέρχεται σε ότι είχα ήδη αγαπήσει. Ναι σε έχω αγαπήσει. Δεν το έχω ξανακάνει ποτέ για άνθρωπο. Ποτέ. Μόνο για εσένα. Θέλω να κάθομαι εδώ, απέναντι σου για πάντα να σε κοιτάω. Μαζί να περάσουμε τη ζωή μας, κοιτώντας ο ένας τον άλλο.
___________________________
Ποιος είναι αυτός; Που με βρήκε; Νιώθω παγωμένη, είμαι δίπλα στο τζάκι και δεν μπορώ να κουνηθώ, νιώθω σχεδόν παράλυτη αλλά δεν έχω πληγές, ή τουλάχιστον έτσι νομίζω. Είμαι μόνη μου εδώ στη μέση του πουθενά. Ήθελα να είμαι μόνη μου, όταν όλοι πέθαναν σε εκείνο το τρομερό ατύχημα, δεν άντεχα να βλέπω κανένα. Έτσι έμεινα εδώ να βλέπω τις φλόγες βυθισμένη στις σκέψεις μου και προσπαθοντας να θυμηθώ, δεν θυμάμαι πολλά, μόνο πως γλιστρησαμε και βρεθήκαμε στην άκρη του δρόμου, μια κολώνα της ΔΕΗ είχε πέσει στη θέση του Κώστα, του άντρα μου δεν πρόλαβε να αντιδράσει ο θάνατος ήταν ακαριαίος. Αλλά τα παιδιά μας; Πως έχασα τα παιδιά μας; Ήταν στο πίσω κάθισμα , θα έπρεπε να είναι ασφαλή. Κι όμως τα βρήκα μέσα στα αίματα δέκα μέτρα έξω από το αυτοκίνητο. συνεχίζεται...