Κυριακή πας στην εκκλησιά και θέλεις να μιλήσεις
Οι γονείς σου σε κοιτούν και με ένα βλέμμα, ΣΩΠΑ
Δευτέρα έρχεται και θέλεις να παίξεις, να χαρείς
Είναι η προσευχή, σε κοιτούν και φωνάζουν ΟΠΑ
Τρίτη απόγευμα κάτι τσογλάνια σου κλέβουν το φαί και το πετάνε
Θέλεις το δίκιο σου να βρεις αλλά όλοι οι φίλοι σου φοβούνται
Τρέχεις με κλάματα στο σπίτι, κανείς δεν αντιδρά μα σ'αγαπάνε
Είναι του τάδε ο γιός και οι πράξεις του όλες συγχωρούνται
Τετάρτη μεσημέρι πας στο σπίτι μαγειρεύεις το φαί σου
Έρχεται σε σαπίζει στο ξύλο, δεν μιλάς φοβάσαι
Θες να φωνάξεις, να ξεσπάσεις, να πεις άντε γαμήσου
Μα δεν μιλάς σωπαίνεις γιατί θα σε βρει όπου και να 'σαι
Πέμπτη πρωί πας στη δουλειά και σε απολύει το αφεντικό σου
Θες να τον σπάσεις στο ξύλο τα νεύρα να βγάλεις της ζωής σου
Μα δεν το κάνεις φεύγεις, μπαίνεις στο αυτοκίνητο σου.
Τρέχεις στο δρόμο, δεν βλέπεις και τρακάρεις το παιδί σου
Παρασκευή στη τηλεόραση μπροστά κοιτάς, βρίζεις την κοινωνία
Σου φταίνε οι πρόσφυγες, οι φοιτητές, οι μουσικοί, όλοι σου φταίνε
Παίρνεις μαχαίρι στήνεσαι κρυφά και περιμένεις στη γωνία
Σφάζεις πρόσφυγες, φοιτητές μουσικούς, μανάδες που κλαίνε.
Ήρθε το Σάββατο φεύγεις μακριά με αίματα στα χέρια
Το βάζεις στα πόδια, σε κάτι στενά τρέχεις για κάλυψη
Βοήθεια ζητάς, φωνάζεις και οδύρεσαι, πετάς τα μαχαίρια
στα γόνατα πέφτεις ζητάς για τις πράξεις σου συγκάλυψη
Κανείς δεν σ'ακούει την Κυριακή όλοι στην εκκλησία
Αφού δεν μίλησες τότε που μπορούσες τώρα απλά ΣΩΠΑ
Θυμήσου πως πάντα άλλοι σου φταίνε και γίνε η θυσία.
Μα αν μπορούσες τώρα θα φώναζες, ΩΣ ΕΔΩ ΦΤΑΝΕΙ, ΟΠΑ.